- ωκυρέεθρος
- -ον, ΜΑὠκύρ(ρ)οος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ρεεθρος (< ῥέεθρον / ῥεῖθρον < ῥέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠκυρέεθρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυρέεθρον — ὠκυρέεθρος masc/fem acc sg ὠκυρέεθρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TIGRIS — I. TIGRIS quadrupedum pulcherrima, ut pavo avium, Oppianus, Cyneget. l. 3. v. 340. Τίγριδος αὖ μετέπειτα κλυτὸν δέμας ἀείδωμεν Τῆς οὐ τερπνότερον φύσις ὤπαϚε τεχνήεςςα, Ο᾿φθαλμοῖσιν ἰδεῖν, θηρῶν μετὰ πουλυν` ὅμιλον, Τόςςον δ᾿ ἐν θήρεςςι μέγ᾿… … Hofmann J. Lexicon universale